Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευσηψία — εὐσηψία, ἡ (Α) [εύσηπτος] κατάσταση που ευνοεί τη γρήγορη σήψη («κοπρίζειν δοκεῑ τὴν γῆν διά... εὐσηψίαν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
εὐσηψίαν — εὐσηψίᾱν , εὐσηψία readiness to decay fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)